φαβιανισμός

φαβιανισμός
ο, Ν
μεταρρυθμιστικός σοσιαλισμός τών φαβιανών, τής Φαβιανής Εταιρείας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. fabianism < fabian (βλ. φαβιανός) + κατάλ. -ism].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαβιανισμός — ο ο συντηρητικός μεταρρυθμιστικός σοσιαλισμός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”